Η λοφοσειρά των Νιχωρίων βρίσκεται σε απόσταση περιπου 2χλμ από τη βορειοδυτική ακτή του Μεσσηνιακού κόλπου και βόρεια του σύγχρονου οικισμού “Καρποφόρα”. Οι συστηματικές έρευνες που διεξήχθησαν στα Νιχώρια και στη γύρω περιοχή κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 από την Αποστολή του Πανεπιστημίου της Minnesota και από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, έφεραν στο φως τα οικιστικά κατάλοιπα ενός προϊστορικού οικισμού και πολυάριθμα ταφικά μνημεία. Η κατοίκηση στον λόφο ξεκινά στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. (Τελική Νεολιθική). Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (1600-1200 π.Χ.) εξελίσσεται στο μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικιστικό κέντρο της περιοχής, καθώς κατείχε στρατηγική θέση ελέγχοντας την κοιλάδα του Παμίσου και τις οδούς από την ανατολική Μεσσηνία προς τα δυτικά παράλια και το Ανάκτορο της Πύλου. Πιθανότατα ταυτίζεται με τοπωνύμιο που αναφέρεται στις πινακίδες Γραμμικής γραφής Β΄ από το Ανάκτορο του Νέστορος. Λειτούργησε ως κέντρο μεταλλουργίας και παραγωγής λιναριού. Καταστράφηκε το 1200 π.Χ., την ίδια εποχή με το Ανάκτορο του Νέστορος. Από τον 11o αιώνα π.Χ. έως το 700 π.Χ. περίπου, ομάδες αγροτών εγκαταστάθηκαν εκ νέου στον λόφο. Η κατοίκηση συνεχίστηκε στους ύστερους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ.
Στη βορειοδυτική πλαγιά της λοφοσειράς των Νιχωρίων αποκαλύφθηκε θολωτός τάφος που αν και συλημένος κατά την αρχαιότητα, απέδωσε πλούσια κτερίσματα, όπως σφραγιδόλιθους, μικροαντικείμενα από χρυσό, ελεφαντόδοντο και φαγεντιανή, χάλκινα σκεύη και όπλα. Χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια ακμής του οικισμού των Νιχωρίων (1400-1200 π.Χ.). Βρέθηκαν όμως και ίχνη χρήσης του κατά την κλασική περίοδο που συνδέονται με την άσκηση προγονολατρείας. Πλάι στον θολωτό τάφο αποκαλύφθηκε μικρός ταφικός κύκλος του 16ου/150υ αιώνα π.Χ. με ομαδικές, φτωχά κτερισμένες ταφές κυρίως παιδιών και γυναικών.